συμπυκνωτής

συμπυκνωτής
[-ήρ (-ήρος)] ο конденсатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συμπυκνωτής" в других словарях:

  • συμπυκνωτής — συμπυκνωτής, ο και συμπυκνωτήρας, ο 1. μέσο με το οποίο γίνεται συμπύκνωση. 2. (φυσ.), συσκευή όπου συμπυκνώνονται οι υδρατμοί και υγροποιούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπυκνωτής — ο, Ν (θερμ. τεχνολ.) ο συμπυκνωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπυκνώνω, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. condensateur. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • συμπυκνωτήρας — ο, Ν 1. (θερμ. τεχνολ.) εναλλάκτης θερμότητας που χρησιμεύει στη συμπύκνωση τών ατμών μετά από την ολοκλήρωση θερμοδυναμικού κύκλου 2. φρ. α) «συμπυκνωτήρας ανάμιξης» συμπυκνωτής στον οποίο οι υδρατμοί αναμιγνύονται με το ψυχρό νερό που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • συνακτήρας — ο / συνακτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. τεχνολ. (παλαιός όρος) συσσωρευτής, συμπυκνωτής αρχ. κοντή περισκελίδα, παντελονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάγω + επίθημα τήρ(ας), πρβλ. κινη τήρ(ας)] …   Dictionary of Greek

  • φασίμετρο — Όργανο μέτρησης διαφορών φάσης μεταξύ περιοδικών ηλεκτρικών μεγεθών με την ίδια συχνότητα. Βλ. λ. φάση. Φασίμετρο: με το όργανο αυτό μετριέται το συνημίτονο της γωνίας, η οποία σχηματίζεται από τα ανύσματα του ηλεκτρικού ρεύματος και της φάσης. 1 …   Dictionary of Greek

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • πυκνωτής — ο 1. αυτός που πυκνώνει κάτι. 2. (φυσ.), πυκνωτής ή ηλεκτρικός συμπυκνωτής, εξάρτημα ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής συσκευής για αποταμίευση ηλεκτρικών φορτίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»